- ἀμφικαλύψῃ
- ἀμφικαλύπτωenwrapaor subj mid 2nd sgἀμφικαλύπτωenwrapaor subj act 3rd sgἀμφικαλύπτωenwrapfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφικαλύψηι — ἀμφικαλύψῃ , ἀμφικαλύπτω enwrap aor subj mid 2nd sg ἀμφικαλύψῃ , ἀμφικαλύπτω enwrap aor subj act 3rd sg ἀμφικαλύψῃ , ἀμφικαλύπτω enwrap fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτόεις — εσσα, εν, Α 1. σκοτεινός, ζοφερός («μήποτέ σ οὐρανόθεν σκοτόεν νέφος ἀμφικαλύψῃ», Ησίοδ.) 2. μτφ. αμφίβολος, ασαφής («σκοτόεσσα θεῶν πέρι δόξα», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek